- βωμολοχικός
- βωμολοχικός, -ή, -όν (Α) [βωμολόχος]αυτός που έχει κλίση προς τη βωμολοχία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βωμολοχικά — βωμολοχικός inclined to ribaldry neut nom/voc/acc pl βωμολοχικά̱ , βωμολοχικός inclined to ribaldry fem nom/voc/acc dual βωμολοχικά̱ , βωμολοχικός inclined to ribaldry fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βωμολοχικόν — βωμολοχικός inclined to ribaldry masc acc sg βωμολοχικός inclined to ribaldry neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αριστοφάνειος — α, ο αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον αρχαίο κωμικό ποιητή Αριστοφάνη, καυστικός ή βωμολοχικός: Οι βωμολοχίες στην κωμωδία αυτή ξεπερνούν και τις αριστοφάνειες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)